Παρατηρούνται κάποιες αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις οποίες θεωρήθηκε ότι πρόσωπο που έχει απλώς δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου χωρίς να είναι μέρος στη συμφωνία δανείου και της δήλωσης υποθήκης ως η τελευταία συμπληρώνεται από τους όρους του εγγράφου υποθήκης, δεν νομιμοποιείται, μήτε έχει αιτία αγωγής, να αιτηθεί εναντίον του ενυπόθηκου δανειστή την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απαγορευτικού της επικείμενης πώλησης του επίδικου ακινήτου.
Κατά την ταπεινή μου άποψη και με σεβασμό προς την αντίθετη γνώμη, αυτή η προσέγγιση είναι εσφαλμένη ως θα προσπαθήσω να αποτυπώσω τη σκέψη μου πιο κάτω.
Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται εν Κύπρω από το άρθρο 32 του Ν.14/60 και η συναφής εξουσία του Δικαστηρίου είναι «ευρύτατη» (βλ. Recnex Trading Limited κ.ά. ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση 71/11, 16/04/14). Εφόσον οι προϋποθέσεις που το άρθρο αυτό θέτει, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί, για ό,τι σημασία έχει, ως ουσιαστικές, πληρούνται, το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν το ισοζύγιο της δικαιοσύνης γέρνει προς την έκδοση του διατάγματος (βλ. Μυλωνάς ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ Πολιτική Έφεση Ε176/2019). Κατά το στάδιο της ισοζύγισης λαμβάνεται υπόψη ένας αριθμός παραγόντων που δεν επιδέχεται εξαντλητικού καθορισμού και περιλαμβάνει την τυχόν καθυστέρηση, τη συμπεριφορά των διαδίκων κ.ο.κ (βλ. Πολιτική Έφεση Ε7/2018 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Λοιζίδου, απόφαση ημερομηνίας 21.03.2019).
Tα ενδιάμεσα διατάγματα αποβλέπουν στην προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί τελεσίδικα για την ουσία της αντιδικίας (βλ. Halsbury‘s Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015)) παρ. 1076). Επομένως απαιτείται να υπάρχει μία αιτία αγωγής προς διαφύλαξη της οποίας ο αιτητής αξιώνει την έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος (βλ. τις Ιgor Zhigachov κα (2013) 1Α ΑΑΔ 133 και Fourie v. Le Roux [2007] 1 W.L.R. 320). ΣτηνΑθανάσιος Κυριάκου κ.ά ν. Πραξούλλα Αντωνιάδου Κυριάκου Πολ. Έφεση Ε301/16, ημ. 26.9.2017 το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 ανέφερε ότι: «το Δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα αναγνωρισμένο από το νόμο και τις αρχές της επιείκειας, προτού παραχωρήσει τη θεραπεία απαγορευτικού διατάγματος». Κατά τη διεργασία αυτή, δεν αναμένεται -καθότι δεν είναι δυνατόν- όπως το Δικαστήριο ολοκληρώσει μία ticking–the–box διαδικασία επί όλων των πιθανών βάσεων αγωγής για να δει αν η επίδικη εμπίπτει σε μία από αυτές. Στην πρόσφατη Hasan v Ul–Hasan (Deceased) & Anor (Rev2) [2021] EWHC 1791 (Fam) υιοθετήθηκε μέρος του λόγου του Lord Nicholls από την Mercedes-Benz AG v Leiduck [1996] AC 284ο οποίος στη διιστάμενη απόφασή του -ως προς το αποτέλεσμα που ήχθη η πλειοψηφία- ασχολήθηκε (και) με την έννοια της αιτίας αγωγής, για την οποία ανέφερε (σε ελεύθερη απόδοση): «Μία αιτία αγωγής δεν είναι κάτι παραπάνω από μία ταμπέλα των δικηγόρων για τον τύπο των γεγονότων που θα προσελκύσουν μία θεραπεία από το Δικαστήριο. Αν το Δικαστήριο θα δώσει μια θεραπεία, ex hypothesi υπάρχει μία αιτία αγωγής … Οι Δικηγόροι τείνουν να σκέφτονται με τους όρους των καθιερωμένων κατηγοριών αιτιών αγωγής, όπως αυτές στο δίκαιο των συμβάσεων ή των αδικοπραξιών ή trust υπό το νόμο. Δεν εκτιμούν πάντοτε ότι το εύρος των αιτιών αγωγής εκτείνεται γενικά και ήδη σε περιοχές όπου ο προσδιορισμός του δικαιώματος μπορεί να είναι αδύνατος (elusive)».
Κατά το ενδιάμεσο στάδιο το Δικαστήριο αποφεύγει να καταλήγει τελικώς ως προς τα γεγονότα και τη νομική πτυχή της υπόθεσης, διεργασία που θα λάβει χώρα κατά την ακρόαση της αγωγής/εναρκτήριας διαδικασίας (βλ. Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Μιχαηλίδης Φαέθων ν. Κυριάκου Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 ΑΑΔ 209, MILTON INVESTMENT COMPANY LTD κ.α. ν. DRYDEN GROUP LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 424/2011, 27/3/2014, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ν. AQUASOL HOTELS PUBLIC COMPANY LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 92/18, 20/9/2018, TRAFAL GAR DEVELOPMENTS LTD κ.α. ν. URALCHEM HOLDINGS PLG κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, 21/2/2019, Δ.Χ. κ.α. v. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ, ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6/20, 25/6/2020, Α. ΧΑΤΖΗΠΙΕΡΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε1/2015, 5/4/2021). Σε αντίθεση περίπτωση, αν ενεργήσει δηλαδή αντίθετα με την ανωτέρω επιταγή, το Δικαστήριο θα υποπέσει σε έκδηλο νομικό σφάλμα που ελέγχεται μεταξύ άλλων από την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Αίτηση αρ. 92/2018, 20.9.2019). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι περιορισμένη, αποκλειστικά, για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας (βλ. ΔήμοςΛάρνακαςν. Royal Ris Restaurant Ltd, Πολ. ΈφεσηΕ187/17, ημερ.25.1.19).
Δεν χρήζει ανάλυσης η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 για παρόντες σκοπούς και έτσι δεν θα αναπτυχθεί κάτι επί τούτης.
Ένα πρόσωπο νομιμοποιείται να αιτηθεί για ενδιάμεσο διάταγμαεφόσον έχει επαρκές συμφέρον στην έκδοσή του. Σχετική είναι η Wynne v Lord Newborough (1790) 1 Ves Jr 164. Στη Leake v Beckett 148 ER 701; (1827) 1 Y&J 339 αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής δεν θα είχε υποστεί ζημία άμα λάμβαναν χώρα οι ενέργειες τις οποίες ο τελευταίος ήθελε να αποτρέψει με την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, και έτσι το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτός δεν είχε επαρκές συμφέρον στην έκδοσή του. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η Maxwell v Hogg (1867) LR 2 LR Ch App 307 στην οποία κρίθηκε ότι ένα πρόσωπο που συνέλαβε την ιδέα έκδοσης ενός περιοδικού και προς τούτο δαπάνησε χρήματα και διαφήμισε την επικείμενη έκδοσή του, δεν απολάμβανε επαρκές συμφέρον για την εξασφάλιση διατάγματος, με το οποίο να απαγορευόταν η έκδοση ομώνυμου περιοδικού από άλλο πρόσωπο.
Ο Lord Justice Τurner έθεσε το εξής ερώτημα, γενικής εφαρμογής ως ανέφερε, το οποίο απάντησε αρνητικά (σε ελεύθερη απόδοση): «Η πρώτη αρχή η οποία εφαρμόζεται, όχι μόνο στην παρούσα υπόθεση, αλλά σε κάθε υπόθεση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι, ότι ο Ενάγοντας πρέπει να δείξει κάποιο δικαίωμα ή συμφέρον (some property, right, or interest) στο αντικείμενο του παραπόνου του. Το ερώτημα, λοιπόν, υπό αυτή την οπτική είναι, αν η δαπάνη που έκανε ο κος Maxwell για το προτιθέμενο έργο του με τίτλο «Belgravia», και οι διαφημίσεις που έκανε ο ίδιος από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο, έχουν δημιουργήσει τέτοιο δικαίωμα ή συμφέρον σε αυτόν έτσι ώστε να δικαιούται σε διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται σε ένα άλλο πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον ίδιο τίτλο» (βλ. και Luxury Cosmetics Ltd v Royal Mokosoi Pty Ltd [2018] FJHC 514). Στη Saskatchewan (Human Rights Commission) v. Bell, 96 SaskR 296; [1992] 2 WWR 1; 88 DLR (4th) 71 τo Δικαστήριο έκρινε ότι η τότε Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Saskatchewan και ο Eκτελεστικός Διευθυντής του Πολυεθνικού Συμβουλίου του Saskatoon δεν είχαν βάσει των αρχών του κοινού δικαίου locus standi να αιτηθούν την έκδοση διαταγμάτων, απαγορευτικών της διάθεσης προς το κοινό κατ’ ισχυρισμό ρατσιστικών προϊόντων από κατάστημα πώλησης, διότι δεν προσέφεραν μαρτυρία ότι είχαν επαρκές συμφέρον στην έκδοσή τους.
Οι ανωτέρω αναφερόμενες αρχές περί νομιμοποίησης δεν έχουν εξεταστεί από την ημεδαπή νομολογία.
Μία υποθήκη δεν αποτελεί απλώς μία σύμβαση (βλ. Megarry & Wade: The Law of Real Property 9th Ed., κεφ 24, Μέρος 1, παρ. 24-002) αλλά εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου στο οποίο αυτή εγγράφεται νοουμένου ότι τηρούνται οι πρόνοιες του Ν.9/1965, έχον αυτοτέλεια.(βλ. Stratis Enterprises Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 332 και Aγγελίδης Άγγελος ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Eταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1 ΑΑΔ 1771). Το δικαίωμα της εξαγοράς, γνωστό ως equity of redemption, υπενθυμίζει όμως ότι η υποθήκη συνιστά εξασφάλιση για το παραχωρηθέν δάνειο και η εκποίηση της δεν είναι αυτοσκοπός. Η προαιώνια φράση «a mortgage is always a mortgage» αποδίδεται στον Lord Eldon LC(βλ. την απόφαση που εξέδωσε o τελευταίος στη Seton v Slade (1802) 7 Ves 265, την απόφαση στη Grangeside Properties Ltd v Collingwoods Securities Ltd [1964] 1 WLR 139 και τέλος τη Samuel v Jarrah Timber Wood and Paving Corporation Ltd [1904] AC 323, 329 (Lord Lindley). Γι’αυτό και (σε ελεύθερη απόδοση) «Όταν το ποσό που εξασφαλίζεται από μία υποθήκη αποπληρωθεί πλήρως, ο σκοπός για την παροχή της υποθήκης παύει πλέον να υφίσταται» (βλ.κατ’ αναλογία το άρθρο 36 του Ν.9/65 και τις Korea Shipping Corporation v Lord Energy SA363 ALR 312 και Noakes & Co Limited v Rice [1901] UKHL 3; [1902] AC).Υπό αυτήν την έννοια η υποθήκη συνυφαίνεται με κάποιο χρέος που εξασφαλίζει. Στο Merriam Webster’s ‘Dictionary of Law’, 1996, η φράση ‘equity of redemption’ ορίζεταιως το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη στο ενυπόθηκο ακίνητο (‘the interest or estate remaining to a mortgagor in mortgaged property’).
ΤοΔικαστήριο της Καγκελαρίας ανέκαθεν θεωρούσε ότι τοδικαίωμα της εξαγοράς είναι ένα εξεπιεικείας δικαίωμα, σύμφυτο στο ακίνητο (βλ Casborne v Scarfe (1738) 1 Atk 603, 605 και Cukurova Finance International Ltd v Alfa Telecom Turkey Ltd [2013] UKPC 20). Κατόπιντης εισαγωγής του Law of Property Act 1925 το δικαίωμα της εξαγοράς δεν αποτελεί πλέον stricto sensu ‘equitable estate or interest’ όμως ‘it is still in the nature of an equitable interest’ (βλ. Halsbury‘s, (4η έκδοση, Reissue), σελ. 502). Δεν θεωρώ ότι η νομοθετική παρέμβαση μετέβαλε ουσιαστικά τα προ ισχύοντα της εισαγωγής της γι’αυτό που εδώ εξετάζεται. Εξ’ ου και στην απόφαση στηReWells; Swinburne–Hanham v Howard [1933] Ch 29, η οποία εκδόθηκε μετά τη θέση σε ισχύ της ανωτέρω νομοθεσίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το δικαίωμα της εξαγοράς (equity of redemption) είναι ένα εξ επιεικείας δικαίωμα (equitable interest). Το δικαίωμα της εξαγοράς μπορεί να ασκηθεί από τον ενυπόθηκο οφειλέτη και κάθε άλλο άτομο που έχει επαρκές συμφέρον (βλ. Megarry & Wade: The Law of Real Property 9thEd., κεφ 24, Μέρος 1, παρ. 24-099). Στην Pearce v Morris (1869) 5 Ch. App. 227ο Lord Chancellor αναφέρει (σε ελεύθερη απόδοση στην ελληνική) ότι «οποιοδήποτε άτομο έχον συμφέρον (interested) στο δικαίωμα της εξαγοράς δύναται να αποπληρώσει (redeem) και όταν προσφέρει τα χρήματα της υποθήκης πλέον τόκο, αυτό (το άτομο), έχοντας συμφέρον στο δικαίωμα της εξαγοράς, δικαιούται παράδοση σε αυτό του ενυπόθηκου ακινήτου» (σελ 229). Στην Tarn v Turner (1888) 39 ChD 456, φερ’ ειπείν, έγινε δεκτό ότι ο ενοικιαστής του ενυπόθηκου ακινήτου είχε επαρκές συμφέρον στο δικαίωμα της εξαγοράς. Διερχόμενο της τότε νομολογίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οποιοδήποτε πρόσωπο με συμφέρον, ανεξάρτητα μεγέθους, στο ενυπόθηκο ακίνητο, υπό την αίρεση τυχόν εξ επιεικείας δικαιωμάτων που προηγούνται του δικού του, μπορεί να εξοφλήσει το χρέος και να λάβει την κατοχή του ενυπόθηκου ακινήτου. Στην κατηγορία αυτών των προσώπων, σημείωσε, περιλαμβάνονται -τουλάχιστον, ως θέμα αρχής, – οι ενοικιαστές του ακινήτου και οι εκδοχείς (assignees) υπό του ενυπόθηκου οφειλέτη, εκχωρητή.
Προχωρώ στο σχολιασμό, δοθεισών των ανωτέρω αρχών.
Έχοντας σημειώσει πιο πάνω πως η εξουσία έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος είναι ευρεία, λογικά απορρέει, εξ αυτού, ότι (και) ο ενυπόθηκος οφειλέτης δύναται καταρχήν τηρουμένων των τιθέμενων προϋποθέσεων να καταχωρήσει αίτηση για -και να επιτύχει στην- έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, αποτρέποντος την έκνομη δράση του ενυπόθηκου δανειστή (βλ. Halsbury‘s, 2015, τόμος 12, παρ. 1152). Στο ερώτημα αν πρόσωπο που έχει δικαίωμα επί του ενυπόθηκου ακινήτου, καίτοι δεν είναι μέρος στη συμφωνία δανείου ή υποθήκης, νομιμοποιείταινα αιτηθεί για ενδιάμεσο διάταγμα, η απάντηση, φρονώ, είναι καταφατική. Άλλη προσέγγιση απάδει της λογικής. Το πρόσωπο αυτό, απολαμβάνον το δικαίωμα της εξαγοράς (equity of redemption), ως τούτο εξηγείται πιο πάνω, έχει το επαρκές συμφέρον που απαιτείται, ήτοι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Lord Chancellor Turner, έχει κάποιο ‘property, right, or interest’ επί των επίδικων θεμάτων έτσι ώστε να ζητά την ενδιάμεση προστασία του Δικαστηρίου. Επιπλέον, αναλόγως της μαρτυρίας που είναι διαθέσιμη στην κάθε περίπτωση είναι δυνατόν να αναπτυχθεί επιχειρηματολογία πως η 2ηπροϋπόθεση και η 3ηπροϋπόθεση του αρ.32 του Ν.14/60 πληρούνται και ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί το ενδιάμεσο διάταγμα. Ειδικά για την 1η προϋπόθεση, η οποία δεν συναρτάται με την μαρτυρία που θα προσφερθεί στο Δικαστήριο και έχοντας υπόψη σε τί η εν λόγω προϋπόθεση σύγκειται, ως εξηγήθηκε πιο πάνω, στο πλαίσιο έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος, η προστασία του δικαιώματος της εξαγοράς (equity of redemption) δύναται να συνιστά αιτία αγωγής για σκοπούς της 1ης προϋπόθεσης του αρ.32 του Ν.14/60. Δίδεται το εξής παράδειγμα. Ο ενυπόθηκος οφειλέτης εκχωρεί νομίμως το ενυπόθηκο ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο και το τελευταίο καταχωρεί τη σύμβαση εκχώρησης στο αρμόδιο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης και έτσι αρύεται δικαίωμα επί του ακινήτου. Ο εκδοχέας σ’αυτό το χρονικό σημείο δεν είναι κατά νόμο ο ιδιοκτήτης αλλά ο δικαιούχος κάτω από εξ’ επαγωγής εμπίστευμα∙ δηλαδή λογίζεται ως ιδιοκτήτης σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας. Όμως ο ενυπόθηκος δανειστής αρχίζει τη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου επικαλούμενος την παράβαση της σύμβασης δανείου και της σύμβασης υποθήκης (υπερημερία κλπ). Υπ’ αυτό το πλέγμα δεν υπάρχει επαρκής λόγος γιατί ο εκδοχέας, δηλαδή ένα πρόσωπο με επαρκές συμφέρον στο ενυπόθηκο ακίνητο, να μη δύναται, ως θέμα αρχής, να ισχυριστεί (καταλλήλως, με επαρκή μαρτυρία), στη βάση ενδιάμεσης αίτησης, ότι τα νομίμως οφειλόμενα στην τράπεζα αποπληρώθηκαν, παν άλλο ποσό που αξιώνεται από την τελευταία συνιστά παράνομη χρέωση, ή βασίζεται σε καταχρηστική ρήτρα κλπ., και άρα δεν είναι ορθό να εκποιηθεί το ενυπόθηκο ακίνητο. Εκτός από την απόφαση στην Τραπέζης Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. D Lazarou & Sons Ltd κ.α., Αγωγή αρ.: 1744/2018, 1/7/2019, που αφορούσε αίτηση για αναστολή πλειστηριασμού, στην οποία το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τους ισχυρισμούς των αιτητών -αλλά έκρινε ότι αυτοί δεν ευσταθούσαν– ότι η επίδικη υποθήκη ήταν άκυρη καθότι καταστρατηγούσε το δικαίωμα της εξαγοράς (equity of redemption), δεν υπάρχουν αυθεντίες για τη θέση -ή στις οποίες ν’- αποφασίστηκε ότι ένα πρόσωπο που δύναται να βασιστεί στο δικαίωμα της εξαγοράς (equity of redemption), αν και δεν είναι μέρος στη συμφωνία δανείου ή στη συμφωνία υποθήκης, μπορεί, παρά ταύτα, να πετύχει, ως θέμα αρχής, την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος απαγορευτικού της εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Η περί ης ο λόγος απουσία (δηλαδή ενός δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου που εφαρμόζεται στην περίπτωση) δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά την απάντηση της ενεστώσης προβληματικής. Ο δικανικός ή, γενικώς, ο νομικός λόγος δεν αποδυναμώνεται κατ’ ανάγκη από την απουσία αυτή (βλ. κατ’ αναλογία την ομιλία του Έντιμου Ν. Σάντη, Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 5/4/2022, για τις απ’ έδρας διδόμενες αποφάσεις, στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Δικαστικές Δεξιότητες (Judgecraft)»).
Καταλήγοντας, οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις οποίες γίνεται αναφορά στην εισαγωγή του παρόντος, με σεβασμό, κατά την άποψή μου, δεν ανέδειξαν το ζητούμενο στην ορθή του διάσταση∙ ούτε και εξέτασαν αν ο εκεί ενάγοντας νομιμοποιείτο να αιτείται την έκδοση του ενδιάμεσου διατάγματος. Δεν είναι ένα απλό συμβατικό ζήτημα. Ένα πρόσωπο μπορεί να έχει δικαίωμα επί του ενυπόθηκου ακινήτου το οποίο, μεταξύ άλλων, να είναι παράλληλα συμβατικό και να ενυπάρχει στο δίκαιο της επιείκειας ή να μην είναι συμβατικό αλλά να ενυπάρχει στο δίκαιο της επιείκειας. Το πρόσωπο αυτό μπορείνα προστατέψει το δικαίωμά του δι’ αγωγής καινα νομιμοποιείται, λόγω επαρκούς συμφέροντος, αναλόγως των περιστατικών της υπόθεσης,να ζητήσει, αν τούτο κρίνει ορθό, την ενδιάμεση προστασία του Δικαστηρίου.